Νικόλαος Στράτος: μια σύντομη βιογραφία (1872-1922)

29-05-12
















Ο Νικόλαος Στράτος (Αθήνα, 1872 Γουδί, 1922) υπήρξε πολιτικός, πρόεδρος βραχύβιας κυβέρνησης (Μάιος 1922) στα τέλη της Μικρασιατικής Εκστρατείας, επανειλημμένα βουλευτής και υπουργός και ένα από τα θύματα της «Δίκης των Εξ)) πατέρας του Ανδρέα Στράτου και της Δόρας Στράτου. Γόνος της ιστορικής οικογένειας των αγωνιστών Στράτων, γιος του στρατηγού και πολιτικού Ανδρέα Στράτου (1834 -1915), σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετά την αποφοίτησή του (1894), άσκησε τη δικηγορία, ενώ παράλληλα αναμίχθηκε στην πολιτική ζωή. Πρωτοεκλέχτηκε βουλευτής το 1902 στην επαρχία Βάλτου (από όπου καταγόταν η οικογένειά του) ως ανεξάρτητος, διακρίθηκε για τις γνώσεις, το πρακτικό πνεύμα και το πολιτικό του ήθος. Το 1909 ανέλαβε το Υπουργείο Εσωτερικών στη βραχύβια κυβέρνηση του Δ. Ράλλη, επί της οποίας εκδηλώθηκε το Κίνημα στο Γουδί και στους κρίσιμους μήνες που ακολούθησαν υποστήριξε την ανάγκη γρήγορης απεμπλοκής του δημόσιου βίου από στρατιωτικές παρεμβάσεις. Στο πνεύμα αυτό, συμφώνησε με τις γενικές κατευθύνσεις του Ελ. Βενιζέλου και αφού προσχώρησε στο κόμμα του, αναδείχτηκε βουλευτής των Φιλελευθέρων στις εκλογές του Νοεμβρίου 191 Ο. Τον επόμενο χρόνο χρημάτισε πρόεδρος της Β' Αναθεωρητικής Βουλής και κατόπιν διαδέχτηκε τον Βενιζέλο στο αξίωμα του υπουργού Ναυτικών (Μάιος 1912). Από τη θέση αυτή εργάστηκε με ζήλο για τη συγκρότηση αξιόμαχου πολεμικού στόλου και -κατά γενική αναγνώριση- συνέβαλε στις ναυτικές επιτυχίες της Ελλάδας στους Βαλκανικούς Πολέμους.

Το Νοέμβριο του 1913 ο Στράτος παραιτήθηκε από την κυβέρνηση και στράφηκε εναντίον του Βενιζέλου, τηρώντας όμως απόσταση από τις άλλες δυνάμεις της αντιπολίτευσης. Ακολούθησαν οι μεγάλες πολιτικές αναστατώσεις του 1915 (αρχές Εθνικού Διχασμού), κατά τις οποίες εμφανίστηκε ως οπαδός της ουδετερότητας της χώρας στον Α· Παγκόσμιο Πόλεμο και «θέσει» σύμμαχος της κωνσταντινικής παράταξης. Πήρε μάλιστα μέρος ως υπουργός Ναυτικών και στην πρώτη κυβέρνηση του Δ. Γούναρη, που παραιτήθηκε μετά την εκλογική νίκη των Φιλελευθέρων (Μάιος 1915). Στη συνέχεια ίδρυσε το «Εθνικόν Συντηρητικόν Κόμμα» (1916), το οποίο αντιτάχθηκε με σφοδρότητα στην ένταξη της Ελλάδας στην ανταντική συμμαχία, χωρίς όμως και να ταυτιστεί με τις ακραίες φιλογερμανικές απόψεις του φιλοβασιλικού χώρου. Στα χρόνια της πολιτικής παντοδυναμίας του Βενιζέλου (1917 - 20) ως μέλος της Βουλής του 1915 (της γνωστής ως «Βουλής των Λαζάρων») και -παρά τις σφοδρές διαφωνίες του με τις κυβερνητικές επιλογές- ο Στράτος επέδειξε πνεύμα πολιτικής μετριοπάθειας. Μετά τις εκλογές της 1 ης Νοεμβρίου του 1920, την πτώση του Βενιζέλου και την παλινόρθωση του βασιλιά Κωνσταντίνου, εξέφρασε επανειλημμένα τη διαφωνία του με την πολιτική που ακολουθούσε ο πρωθυπουργός Γούναρης και άσκησε έντονη αντιπολίτευση στην κυβέρνησή του, υποστηρίζοντας κυρίως ότι για την επίτευξη ελληνικής νίκης στη διεξαγόμενη τότε Μικρασιατική Εκστρατεία απαιτούνταν αποφασιστικότεροι στρατιωτικοί και διπλωματικοί χειρισμοί.


Το Μάιο του 1922 ο Στράτος συνέβαλε στην πτώση του Γούναρη από την πρωθυπουργία και στη συνέχεια σχημάτισε ο ίδιος κυβέρνηση, η οποία, παρά την ανοχή της βενιζελικής παράταξης, δεν μπόρεσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη της Βουλής και γρήγορα υποχρεώθηκε να παραιτηθεί. Ακολούθησαν διαβουλεύσεις ανάμεσα σ' αυτόν και τον Γούναρη, που απέληξαν στη συμβιβαστική λύση σχηματισμού «συμμαχικής» κυβέρνησης υπό τον Π. Πρωτοπαπαδάκη, επί της οποίας και συντελέστηκε η κατάρρευση του μετώπου και η Καταστροφή. Ο ίδιος ο Στράτος, συμμετείχε στην κυβέρνηση εκείνη ως υπουργός Εσωτερικών. Μετά τις καταλυτικές πολιτικοστρατιωτικές εξελίξεις που ακολούθησαν τη Μικρασιατική Καταστροφή (επικράτηση κινήματος των Πλαστήρα και Γονατά, νέα εκθρόνιση Κωνσταντίνου κ.ό.), ο Στράτος συνελήφθη, μαζί με άλλους ως υπεύθυνος, και παραπέμφθηκε σε Στρατοδικείο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Στην "δίκη" το πιο χτυπητό θέμα που αφορούσε τον Στράτο, ήταν ότι από τα 13 σημεία του κατηγορητηρίου τον αφορούσαν άμεσα μόνο 2 η 3 καθώς ήταν γνωστό ότι αντιπολιτευόταν ανοιχτά τον Γούναρη ως τις αρχές του 1922. Η προσχώρηση του στον κυβερνητικό συνασπισμό έγινε στην πιο δύσκολη στιγμή της Μικρασιατικής εκστρατείας, την στιγμή που θα μπορούσε κάλλιστα να διαχωρίσει την θέση του και να μην αναλάβει τόσο μεγάλες ευθύνες, που πιθανώς δεν του αναλογούσαν.


Κατά την διάρκεια της δίκης, ο Στράτος πίστευε ότι θα αθωωνόταν, αφ΄ενός επειδή πίστευε ότι ήταν αθώος, αφ΄ετέρου γιατί είχε πολλούς φίλους στο κόμμα των Φιλελευθέρων που πίστευε ότι θα τον έσωζαν. Οι φίλοι του, του πρότειναν να παραστήσει τον άρρωστο ώστε να μεταφερθεί σε νοσοκομείο και από εκεί να τον φυγαδεύσουν, κάτι που ο Στράτος αρνήθηκε κατηγορηματικά. Πολιτικοί φίλοι και δικηγόροι, του πρότειναν να διαχωρίσει την θέση του από τους υπόλοιπους κατηγορούμενους για να γλυτώσει, κάτι που επίσης απέρριψε. Στην απολογία του ζήτησε από το στρατοδικείο να κριθεί αυστηρά αλλά δίκαια και υπερασπίστηκε σθεναρά όλες τις επιλογές του. Τουφεκίστηκε το πρωί της 15ης Νοεμβρίου 1922 στο Γουδί, μαζί με τους άλλους 5 καταδικασθέντες (Γούναρη, Πρωτοπαπαδάκη, Θεοτόκη, Μπαλτατζή και Χατζανέστη. Σημειώνεται ότι η μακρότατη απολογία του στη «Δίκη των Εξ» -με την οποία απέκρουσε τις εναντίον του κατηγορίες- περιέχει πολύτιμες ιστορικές πληροφορίες και εκτιμήσεις για το πολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό παρασκήνιο της περιόδου του Μικρασιατικού Πολέμου.

Πηγή
http://www.epoxi.gr/

Σχόλια