ΘΗΒΑ:Πρόταση για την προστασία των υπόγειων νερών της περιοχής της Θήβας

21-9-12
















Το νερό αποτελεί ένα πολύτιμο φυσικό διαθέσιμο, το οποίο λόγω της μη ορθολογικής διαχείρισής του υφίσταται σοβαρή απειλή, ενώ η ρύπανσή του είναι δυνατόν να διαταράξει σε μεγάλο βαθμό τη βιολογική ισορροπία των ειδών και κατ’ επέκταση να θέσει σε κίνδυνο το συνολικό οικοσύστημα. Γίνεται επομένως αντιληπτό, ότι η ευημερία του παγκόσμιου πληθυσμού συνδέεται στενά με την βιώσιμη αξιοποίηση των υπόγειων νερών.

Ο Καλλικρατικός Δήμος της Θήβας ανήκει στο υδατικό διαμέρισμα της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας και περιλαμβάνει τμήμα της λεκάνης απορροής του Βοιωτικού Κηφισού, αλλά ταυτόχρονα περιλαμβάνει και ένα τμήμα από την εφαπτόμενη προς τα νότια υδρολογική λεκάνη του Ασωπού. Σύμφωνα με στοιχεία του ΥΠΑΝ (2008) για τις χρήσεις νερού στο συγκεκριμένο υδατικό διαμέρισμα, τη μερίδα του λέοντος κατέχει η άρδευση με ποσοστό 92,3% τη στιγμή που ο μέσος όρος στην Ελλάδα κυμαίνεται από 75% έως 90%, ακολουθεί η ύδρευση με ποσοστό 5% και στη συνέχεια η βιομηχανία και η κτηνοτροφία με ποσοστά 1,5% και 1,2 % αντίστοιχα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι τόσο στον κάτω ρου του Βοιωτ. Κηφισού όσο και στη λεκάνη του Ασωπού η συνεισφορά της γεωργίας (καλλιέργεια και κτηνοτροφία) στο συνολικό φορτίο B.O.D. (βιοχημικώς απαιτούμενο οξυγόνο) είναι πάνω από το μισό,
ενώ η χρήση λιπασμάτων και η κτηνοτροφία δημιουργούν το μεγαλύτερο ποσοστό του φορτίου αζώτου που καταλήγει στο έδαφος.

Συνεπώς, η προσπάθεια της μέγιστης δυνατής εξοικονόμησης νερού στην άρδευση, θα έχει ως αποτέλεσμα την σημαντική εξοικονόμηση νερού στο σύνολο των υδροδοτικών αναγκών της περιοχής μας. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα κατανοητό αν σκεφτούμε ότι 5% οικονομία στο αρδευτικό νερό αποτελεί οικονομία 4,2% στο νερό που συνολικά χρησιμοποιείται στη χώρα. Η επίτευξή της απαιτεί κατάλληλες υποδομές, για τις οποίες απαιτούνται αντίστοιχες οικονομικές επενδύσεις, στρατηγική αγροτικής πολιτικής και οικονομικά διαχειριστικά εργαλεία. Σε πολλές περιοχές, οι γεωργικές δραστηριότητες έχουν ήδη προξενήσει σημαντικές, δύσκολα επανορθώσιμες και συχνά ανεπανόρθωτες βλάβες στους υδροφορείς, που σχετίζονται τόσο με την ποιοτική όσο και την ποσοτική τους υποβάθμιση. Παρακάτω, παρατίθενται τρόποι αντιμετώπισης των προαναφερθέντων προβλημάτων:

Ορθή τιμολογιακή πολιτική


Ο παραδοσιακός τρόπος τιμολόγησης του αρδευτικού νερού στη χώρα μας δεν είναι σύμφωνος με το νόμο 3199/2003, αφού δεν λαμβάνει υπόψη του την πραγματική κατανάλωση του νερού από κάθε γεωργό, αλλά μόνο την καλλιεργούμενη έκταση που αρδεύεται, με αποτέλεσμα να σπαταλώνται πολύ μεγάλες ποσότητες νερού και να προκαλούνται μεγάλα προβλήματα. Η χρέωση του αρδευτικού νερού στα συλλογικά δίκτυα με βάση τον καταναλισκόμενο όγκο νερού συμβάλλει τα μέγιστα στον περιορισμό των απωλειών και αποτελεί και την τελική επιδίωξη των φορέων διαχείρισης του αρδευτικού νερού. Υπάρχουν όμως αντικειμενικές δυσκολίες για την άμεση εφαρμογή του τρόπου αυτού. Συνεπώς, ένα ενδιάμεσο στάδιο που μπορεί να εφαρμοστεί άμεσα χωρίς να απαιτείται καμία απολύτως επένδυση σε υποδομές, είναι η χρέωση του αρδευτικού νερού βάσει της υδατοκατανάλωσης κάθε καλλιέργειας. Ο προτεινόμενος αυτός τρόπος χρέωσης, δεν μπορεί να εξασφαλίσει την απόλυτα δίκαιη κατανομή της δαπάνης χρήσης του νερού, γιατί προϋποθέτει ότι ο γεωργός κάνει λογική χρήση του νερού στο χωράφι του. Παρ’ όλα αυτά, η εφαρμογή του τρόπου αυτού κρίνεται απαραίτητη γιατί αφενός μεν συμβάλλει στην ανάπτυξη της αρδευτικής συνείδησης του γεωργού και αφετέρου δίνει τη δυνατότητα στους φορείς διαχείρισης του αρδευτικού νερού να παροχετεύουν τις αναγκαίες ποσότητες με πολλαπλά οικονομικά και κοινωνικά οφέλη. Επίσης, η υλοποίηση αυτού του τρόπου χρέωσης θα προετοιμάσει τον Έλληνα γεωργό να αποδεχθεί την χρέωση του νερού με βάση των καταναλισκόμενο όγκο, πρακτική που επιβάλλει η Εθνική και Ευρωπαϊκή νομοθεσία, όταν θα δημιουργηθεί η απαραίτητη τεχνολογική υποδομή σε ελεύθερης ροής και υπό πίεση αρδευτικά δίκτυα.

Στροφή στη βιολογική γεωργία

Αναμφισβήτητα, στον περιορισμό της ρύπανσης των υδάτων, σημαντικό ρόλο θα μπορούσε να διαδραματίσει η στροφή προς τη βιολογική γεωργία. Αποτέλεσμα των βιολογικών καλλιεργειών είναι όχι μόνο η παραγωγή προϊόντων υψηλότερης ποιότητας (σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Κανονισμού Ε.Ο.Κ. 2092/91) και διατροφικής ασφάλειας, αλλά και η προστασία του εδάφους και των υδάτων από τη ρύπανση που προκαλεί η χρήση συνθετικών λιπασμάτων. Βέβαια, η μέθοδος καλλιέργειας αυτή δεν μπορεί προφανώς να είναι όσο αποδοτική είναι η συμβατική μέθοδος, οπότε απαιτούνται συγκριτικά μεγαλύτερες καλλιεργήσιμες εκτάσεις και περισσότερο ανθρώπινο δυναμικό με συνέπεια να αυξάνει το κόστος παραγωγής. Παρόλα αυτά όμως, το ελληνικό καταναλωτικό κοινό φαίνεται πρόθυμο να καταβάλει το αυξημένο αντίτιμο, αφού οι εισαγωγές βιολογικών τροφίμων αυξάνονται με ταχύτατους ρυθμούς μιας και η εγχώρια παραγωγή τους δεν ανταποκρίνεται ακόμα στην αύξηση αυτή της ζήτησης. Συμπερασματικά, οι προοπτικές ανάπτυξης της αγοράς βιολογικών προϊόντων διαφαίνονται αρκετά ευοίωνες, επομενώς θα είναι σκόπιμο οι έλληνες παραγωγοί να στραφούν προς αυτήν την κατεύθυνση συμβάλλοντας έτσι, συν τοις άλλοις, και στην προστασία του περιβάλλοντος και ειδικότερα των υδατικών πόρων από τη ρύπανση.

Ενθάρρυνση βιοενεργειακής καλλιέργειας

Η αντι-αειφορική σημερινή κατάσταση της γεωργίας δεν εξαντλείται στη σχέση της με την υπερεκμετάλλευση, υποβάθμιση και ρύπανση των υπόγειων νερών αλλά επεκτείνεται και στον ενεργειακό τομέα. Οι βιολογικές καλλιέργειες οι οποίες αποφεύγουν τη χρήση λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων, και η υποκατάσταση των υπόγειων νερών με επιφανειακά, τα οποία κατά κανόνα ταμιεύονται σε μεγαλύτερα υψόμετρα (με αποτέλεσμα την παραγωγή, αντί της κατανάλωσης ενέργειας) είναι δύο λύσεις που συμβάλλουν στην ενεργειακή αειφορία της γεωργίας. Όμως τη λύση της πλήρους αντιστροφής του φαύλου ενεργειακού κύκλου τη δίνει η βιοενεργειακή καλλιέργεια. Με την παραγωγή βιοκαυσίμων η γεωργία, αντί να είναι καταναλωτής ενέργειας, μπορεί να γίνει παραγωγός ενέργειας. Αναφορικά και με την εξοικονόμηση του αρδευτικού νερού, αξίζει να σημειωθεί ότι ειδικά η αγριοαγκινάρα είναι ένα φυτό καλά προσαρμοσμένο σε ξηρό κλίμα, που δίνει μέγιστες αποδόσεις χωρίς άρδευση, εκμεταλλευόμενο μόνο τις βροχοπτώσεις. Λόγω του βαθύτατου ριζικού συστήματός της αξιοποιεί τα βαθύτερα μόνιμα υγρά σημεία των εδαφών. Είναι επομένως ένα φυτό το οποίο θα μπορούσε να δώσει προοπτική και ελπίδα για τη διατήρηση ή/και ενίσχυση του απειλούμενου αγροτικού εισοδήματος σε μειονεκτικές περιοχές της χώρας.


Εφαρμογή τεχνητού εμπλουτισμού

Μία λύση στο πρόβλημα της εξάντλησης και της υποβάθμισης των υπογείων υδάτων είναι ο τεχνητός εμπλουτισμός τους με νερό το οποίο θα πήγαινε χαμένο. Με μικρά φράγματα θα μπορούσαμε να κατακρατήσουμε το νερό της βροχής και έτσι να του δώσουμε τον απαραίτητο χρόνο ώστε να εισχωρήσει στο υπέδαφος και να ενισχύσει τα υπόγεια αποθέματα. Με αυτά τα μικροφράγματα προσφέρεται και αντιπλημμυρική προστασία στις γύρω περιοχές, ενώ μειώνεται κατά πολύ και η διάβρωση. Μία ακόμα λύση για τον εμπλουτισμό των υδροφόρων οριζόντων είναι να αξιοποιηθούν τα νερά από τις υπερχειλίσεις των ταμιευτήρων της ΕΥΔΑΠ καθώς και υφιστάμενες αγροτικές γεωτρήσεις για τεχνητό εμπλουτισμό των υπόγειων υδροφορέων με βρόχινο νερό. Όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, με τον τεχνητό εμπλουτισμό των υδροφόρων όχι μόνο δημιουργούνται στρατηγικά αποθέματα υδάτων για τους δύσκολους καιρούς της ξηρασίας, αλλά σταδιακά απορρυπαίνονται οι ήδη μολυσμένοι υδροφορείς, καθώς οι συγκεντρώσεις των επικίνδυνων ουσιών αραιώνουν λόγω της εισροής καθαρού νερού.

Εκσυγχρονισμός του μοντέλου διαχείρισης των εγγειοβελτιωτικών έργων

Χωρίς αμφιβολία, οποιαδήποτε πρόοδος στον αγροτικό τομέα και τη σχέση του με το νερό προϋποθέτει σημαντική ενίσχυση της οργάνωσης των αγροτών και υπέρβαση του σημερινού μοντέλου των ΟΕΒ, το οποίο δεν ανταποκρίνεται στις σημερινές ανάγκες. Ένα σύγχρονο μοντέλο οργάνωσης, θα είναι αναγκαστικά πιο απαιτητικό ως προς την οικονομική του διάσταση, ώστε να οδηγήσει σε οικονομικά εύρωστους οργανισμούς που θα έχουν την ευθύνη της συντήρησης και αναβάθμισης των υφιστάμενων υποδομών και της ανάπτυξης νέων, καθώς και της διαχείρισης του νερού, αλλά και ως την τεχνολογική και εκπαιδευτική του διάσταση, ώστε να είναι σε θέση να αφομοιώνει τις νέες επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις και να εκπαιδεύει τους αγρότες στην εφαρμογή τους. Απαραίτητη για τη διαχειριστική διάσταση είναι η ανάπτυξη και τήρηση γεωγραφικών βάσεων δεδομένων με τα πλήρη στοιχεία των καλλιεργειών, των χρησιμοποιούμενων πόρων, με έμφαση στο νερό, και της παραγωγής.

Εκπόνηση μελετών για την εκτίμηση των οικονομικών επιπτώσεων της περιβαλλοντικής ρύπανσης

Η αναγνώριση της οικονομικής αξίας του νερού μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην προστασία του, οδηγώντας σε πιο ορθολογική κατανομή του στις διάφορες χρήσεις. Ένα πρώτο βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση πραγματοποιήθηκε με την Οδηγία-Πλαίσιο για τα νερά (2000/60). Η Οδηγία αντιμετωπίζει το νερό ταυτόχρονα ως περιβαλλοντικό, κοινωνικό και οικονομικό αγαθό και εισάγει την έννοια της ανάκτησης του πλήρους κόστους των υπηρεσιών νερού, ορίζοντας ως συνιστώσες αυτού όχι μόνο το οικονομικό αλλά το περιβαλλοντικό κόστος και το κόστος πόρου.

Χρησταντώνη Μαρία

Μηχανικός Μεταλλείων – Μεταλλουργός Ε.Μ.Π.

MSc Περιβαλλοντική Διαχείριση Υδάτινων Πόρων

Υποψήφια Διδάκτωρ Ε.Μ.Π. στην Περιβαλλοντική Οικονομία

Πηγή:http://thivarealnews.blogspot.com

Σχόλια