Ένας ‘βώλος από ασήμι’ στην Αμφίπολη

29-9-2014


ΧΡΙΣΤ.ΧΡΙΣΤ.ΛΙΑΠΗΣ
Ψυχίατρος – Διδάκτωρ Παν/μίου Αθηνών
chliapis@yahoo.gr
Twitter: @chliapis


  Ένας ‘βώλος από ασήμι’ στην Αμφίπολη








Η ανακάλυψη του ταφικού μνημείου της Αμφιπόλεως, δεν ενέβαλε απλώς στην ειδησεογραφική ραστώνη της αυγουστιάτικης καθημερινότητάς μας τα ελπιδοφόρα μηνύματα της ιστορικής, διπλωματικής και πολιτιστικής αισιοδοξίας που συνεπάγεται η αναπόφευκτη σύνδεση των ευρημάτων -που φέρνει καθημερινά στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη- τόσο με τη Μακεδονική Δυναστεία όσο και με τον ίδιον τον Μέγα Αλέξανδρο και συνεπακολούθως με την ελληνικότητα της Μακεδονίας μας.Η ειδησεογρφαφική φρενίτιδα που συνεπήρε τα Μέσα Μαζικής Ενημερώσεως με αφορμή την αρχαιολογική ανακαλυψη στη μακεδονική κωμόπολη, εχει αρχίσει να αλλάζει, ευχάριστα, και την καθημερινή μηντιακή φρασεολογία, εμπλουτίζοντας το λεξιλόγιό μας με λέξειςδανεισμένες από την ορολογία της ‘αρχιτεκτονικής της αρχαιολογίας’ όπως ορθοστάτες, ημικίονες, ανωδομή και αντίθημα. Λέξεις που εισβάλλουν ως ιστορική, εθνική και πολιτισμική παρηγορία στην πραγματολογία της καθημερινής μηντιακής εκφραστικότητας κατά ανάλογο, αλλά κατοπτρικά αντίθετο, τρόπο με την προ τεσσάρων, περίπου, ετών άλωση του καθημερινού μας λεξιλογίου με όρους όπως spreads, τρόικα, ασφάλιστρα κινδύνου και λίγο παλαιότερα, δομημένα ομόλογα.

 Όροι που αποτέλεσαν τους θλιβερούς λεξιλογικούς ακόλουθους και προπομπούς της κρίσης. Έρχονται, τώρα λοιπόν, οι εμβάτες και οι λατύπες του λέοντος της Αμφιπόλεως να ενσταλαχτούν ως αργυρές σταγόνες πολιτισμικού αντιδότου στο φαρμάκι που έσταξε στις φλέβες της καρδιάς και της γλώσσας του ελληνισμού η κρίση. Και καθώς η συζήτηση ανοίγει ξανά γύρω από τον Μέγα Αλέξανδρο, τον θάνατό του και το παρόν και το μέλλον του Ελληνισμού, παραθέτω αποσπάσματα από το Διήγημά μου «Ενας βώλος από ασήμι» το οποίο είχε βραβευθεί σε Διεθνή λογοτεχνικό Διαγωνισμό που είχε διοργανώσει το 2009 η Ένωση Συγγραφέων Λογοτεχνών της Αργεντινής και το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, με θέμα, «O ελληνισμός και ο Μέγας Αλέξανδρος».

Ένα διήγημα σφαιρωμένο γύρω από τη συναρμογή ανάμεσα στο μεγάλο όραμα του Αλέξανδρου, τις κατακτήσεις και τις πολεμικές συγκρούσεις από τη μια μεριά και τις ανθρώπινες πλευρές, τις εσωτερικές του συγκρούσεις και ανησυχίες από την άλλη. Ο Μακεδόνας Βασιλιάς παρουσιάζεται μέσα από την αντίστιξη ανάμεσα στον θεϊκό μύθο που περιέβαλλε τη ζωή του και τη θνητότητα που αναπόδραστα χαρακτηρίζει τη μοίρα όλων των ανθρώπων. Αυτός που έφτασε να κρατά την υδρόγειο στην παλάμη του (...παρότι τότε οι πρόγονοί μας πίστευαν ότι η γη ήταν επίπεδη και όχι σφαίρα..) παρουσιάζεται, κατά τις τελευταίες ώρες της ζωής του, να κρατά τον παιδικό του βώλο και να επαναφέρεται στη βασική αφετηρία της ζωής του, στα παιδικά του όνειρα. Όνειρα για όλον τον ελληνισμό αλλά και για όλον τον κόσμο. Η επιθανάτια αγωνία του επεκτείνεται σε μια αγωνία για το μέλλον του ελληνισμού. Σε μια ανασκόπηση των χαρισμάτων αλλά και των ελαττωμάτων της φυλής μας. Είτε είναι θαμένος στην Αμφίπολη, είτε αλλού...

‘Σήκωσε με κόπο το εξαντλημένο χέρι του και έγνεψε με ένα ανεπαίσθητο τρεμόπαιγμα των μακρόμισχων,καλοσμιλεμένων δακτύλων του, που η οστεώδης, αλλά στιβαρή κατασκευή τους ήτανε, σίγουρα, κληρονομικό δώρο της Ολυμπιάδας.

Έγνεψε προς την ατελείωτη σειρά των στρατιωτών, των αξιωματικών και των στρατηγών του που με τα δάκρυα να ρυακίζουν στα φαγωμένα από τους πολέμους μάγουλα, διάβαιναν σιωπηλοί μπροστά από το κρεβάτι του. Όλων αυτών που όταν ξεκινούσε από τη Μακεδονία τους ήξερε έναν - έναν με τα ονόματα τους που τώρα, στο πυρετωμένο του μυαλό, μπερδεύονταν μεταξύ τους, άλλα ελληνικά, άλλαπερσικά, σκυθικά, ινδικά, βακτριανά, όπως είχε μπερδέψει και αυτός, τις δεκατρείς μέρες που διαρκούσε ο πυρετός του, τα μυαλά των υπηκόων του που, σε κάθε γωνιά της αχανούς αυτοκρατορίας του, καθώς οι φρικτωρίες μετέφεραν την είδηση της αρρώστιας του,αναρωτιόνταν αντελικά ήτανθεός ή άνθρωπος.

Μπερδεύονταν και αναρωτιόνταν αν αυτός, που από ορφανός πρίγκιπας της Μακεδονίας, περνώντας τον Ελλήσποντο ως ηγεμόνας των Ελλήνων, έφτασε να γίνει σατράπης του Κόσμου, μονάρχης των φυλών της Ασίας, κύριος της Περσίας, της Μηδίας και των χωρών της Ανατολής, έως εκεί που ο Μεγάλος Ωκεανός βρέχει τις μαγικές ακτές της Ινδίας∙ αν αυτός, που το μεγαλείο των πόλεων που ίδρυσε μπορούσε να συγκριθεί μόνον με τη δύναμη των πόλεων που κατέκτησε, μπορούσε τελικά να πεθάνει. Απόκαμε να χαιρετά κι άπλωσε το χέρι του έξω από το κρεβάτι, όπως έκανε μικρός, υποταγμένος στα πνευματικά γυμνάσια του Λεωνίδα. Αυτού του αυστηρού Ηπειρώτη παιδαγωγού, με τις σπαρτιάτικες μεθόδους, που η μάνα του τον είχε φέρει στην ακολουθία της και ο οποίος, αφού τον σκληραγωγούσε όλη μέρα με έναν σωρό σωματικές ασκήσεις, τη νύχτα τον υποχρέωνε να ξαπλώνει, κρατώντας το χέρι του τεντωμένο πάνω από μια αργυρή λεκάνη, με έναν ασημένιο βώλοστα δάχτυλά του. Όταν ο ύπνος βάραινε τα βλέφαρα του, ο βώλος έπεφτε κι εκείνος ξυπνούσε για να συλλογιστεί τις πνευματικές ασκήσεις και τα μαθηματικά προβλήματα του δασκάλου του(....)

Το πρόσωπό του φλογιζόταν. Ένα κατάλευκο φως τύφλωνε και πονούσε τα μάτια του. Οι κόγχες του πονούσαν μέχρι τα ρίζόνευρά τους, λες και είχε δεχθεί στην καθεμιά από ένα βέλος της Μεθώνης, όπως αυτό που τύφλωσε τον Φίλιππο. Ο Πευκέστας τον πλησιάζει. Δεν κρατάει πια την ασπίδα του Αχιλλέα που πήρανε μαζί τους μετά το προσκύνημα στο Ίλιον, αλλά ένα μαντήλι βουτηγμένο σεξύδι και νερό. Νιώθει τιςσταγόνες να διαγράφουν υγρά ρυάκια στο μέτωπό του και αισθάνεται τη δροσιά της όασης της Σίβα, μετά απ’ την καυτή πορεία στην έρημο. Το ιερό του θεού είναι κρύο και σκοτεινό. Τον περιβάλλει σαν ένα τεράστιο πέτρινο αντηχείο που κάνει τους χτύπους της καρδιάς του να σφυρηλατούν μέσα του εκκωφαντικά, στέλνοντας το αίμα του Άμμωνα και του Φιλίππου ως τα ακρότατα του κορμιού του(....) Δεν ρώτησε τίποτα για τον εαυτό του. Τα χρυσαφένια κέρατα τα έδεσαν στο κεφάλι του οι φίλοι του, σαν βγήκε απ’ το ιερό, εκστασιασμένοι απ’ τα αιγυπτιακά λιβάνια και απ’ τους αισθησιακούς χορούς των ιερών παρθένων, που όπως η μάνα του, παλιά στη Σαμοθράκη, λικνίζονταν ανάμεσα στις σκονισμένες αρματωσιές των Μακεδόνων στρατηγών. Έκτοτε, έτσιχαράζαν τη μορφή του στα νομίσματα και λέγανε πως ο θεός της Αιγύπτου τον ονόμασε γιό του. Εκείνος ρώτησε μόνο για την Ελλάδα. Ρώτησε για τη νέα Ελλάδα που ξεπηδούσε μέσα απ’ τις κατακτήσεις του, μέσα απ’ το μωσαϊκό των ανθρώπων, των εδαφών και των πολιτισμών που διάβαινε. Ρώτησε για το μέλλον του ελληνισμού που χάρη σε εκείνον απλωνόταν από τον Δούναβη ως τη Βακτριανή κι απ’ το Αιγαίο μέχρι τον Νείλο και τον Ινδικό.

Ρώτησε για την αυτοκρατορία των Μακεδόνων, την αυτοκρατορία όλων των Ελλήνων, αλλά και όλων των κατακτημένων λαών. Αν πλέον θα ζούσανε με τη σοφία του Αριστοτέλη, την πειθαρχία και τους νόμους που θα τους όριζε, χωρίς διακρίσεις για το χρώμα, τους θεούς ή τη φυλή τους, αλλά με μόνο κριτήριο την αρετή. Ρώτησε για το αστραφτερό πνευματικό αμάλγαμα που γύρευε να φτιάξει σφυρηλατώντας στην πολεμική φωτιά της μεγαλοφυΐας του τη σοφία της Ελλάδος και της Ανατολής.

Έκλεισε τα φλογισμένα μάτια του και ο θεός τού τα φανέρωσε όλα.(...) Είδε τον Πτολεμαίο, τον Περδίκα, τον Σέλευκο, τον Ευμένη, τον Μελέαγρο, τον Αντίγονο τον μονόφθαλμο και όλους τους άλλους που τώρα περνούσανε σκυφτοί μπροστά του, να πολεμούνε μεταξύ τους. Όχι για να αυξήσουνε τα όρια της αυτοκρατορίας, αλλάκυριευμένοι από τον δαίμονα της διχόνοιας και της φιλοπρωτίας που κυβερνά το γένος των Ελλήνων.

Ένιωσε τη γλυκιά μυρωδιά της Ρωξάνης που πλησίαζε το κρεβάτι του. Αρώματα των ρόδων της Σογδιανής και σμύρνα που απλώνουν στα κορμιά τους οι ιέρειες του Άμμωνα. Ο πυρετός της Βαβυλώνας και η δίψα της Σίβα ενώσανε αυτά τα αρώματα με τη μυρωδιά της μάνας του. Όπως ενώθηκαν οι μυρωδιές τους όταν οι δυο γυναίκες αντάμωσαν στη Μακεδονία, για να τις σκοτώσει ο Κάσσανδρος μαζί με τον μικρό γιό του, τον Αλέξανδρο, στην Πύδνα και την Αμφίπολη. Όμορφες γυναίκες και οι δυο τους, αλλά σκληρές και φόνισσες. Πριν λίγες μέρες, καθώς ένιωσε το τέλος να πλησιάζει είχε ζητήσειαπ’ τη Ρωξάνη να ρίξει το σώμα του στον Ευφράτη για να νομίσουν όλοι πως οι θεοί τον είχανε καλέσει κοντά τους, πως αναλήφθηκε και αυτός, όπως και ο άλλος γιος του Δία, ο Ηρακλής, στον Όλυμπο. Κι εκείνη βρήκε το θάρρος να του το αρνηθεί, θέλοντας να κατοχυρώσει τα δικαιώματα του αγέννητου παιδιού τους. «Πετρώνει η καρδιά και η μήτρα γίνεται από αλάβαστρο κι από θασίτικο μάρμαρο, όταν κυοφορεί αυτοκράτορα», του είχε απαντήσει η περσίδα πριγκίπισσα, όταν την κατηγόρησε πως είχε πέτρινη καρδιά σαν τη μητέρα του(...)

Ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο πίκρας ρυτίδωσε για τελευταία φορά το πρόσωπό του. Πόσο θα ήθελε να τον είχε ακούσει η Ρωξάνη. Να είχε ρίξει το σώμα του στον ποταμό, να μην του στερούσε τη δόξα τον αθανάτων. Να μην τον άγγιζαν οι αιγύπτιοι ταριχευτές, να μην πολεμούσαν οι επίγονοί του για το ποιος θα πάρει τη μυροβλύτισσα μούμια του.

Ήξερε πως το τέλος ήταν κοντά. Το σώμα και το στόμα του ανέδιδαν μια γλυκιά μυρωδιά, σαν να τον είχαν αλείψει με μύρο. Ανάμεσα στις γυναίκες του παλατιού είδε να διαγράφονται τρεις λευκοντυμένες σιλουέτες. Κρατούσαν αργυρά μυροδοχεία, φορούσαν ρόδα στα μαλλιά και είχαν τα πρόσωπα της Ρωξάνης, της Στάτειρας και της Βαρσίνης(...)

Μα κι αν ακόμα οι Ρωμαίοι πυρπόλησαν τη βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας, στίχοι καβαφικοί φωτίζουν το παγκόσμιο πνεύμα, όπως φωτίζει ο φάρος της, στα μακρινά νυχτερινά ταξίδια, τα ποντοπόρα πλοία των Ελλήνων. Πλοία που δεν είναι πια από ξύλο, όπως του Νέαρχου, αλλά που στα μεταλλικά τους αμπάρια κρύβουν τα ειρηνικά φορτία και τ’ αγαθά που μεταφέρουν, από τη Γη του Πυρός ως την Ωκεανία, από τις βόρειες Θάλασσες ως τις ακτές της Αραβίας και της Αφρικής που ο ίδιος δεν πρόλαβε να περιπλεύσει.

Και οι ναυτικοί τους βγαίνουνε κάθε βράδυ στη γέφυρα, με το τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη και τη ματιά στο σκοτεινιασμένο πέλαγος, μήπως και δουν, λίγο έξω απ’ το Μοντεβίδεο, πλάι στις Εβρίδες ή στα ανοιχτά του Χάλιφαξ και της Καναδικής Ασπίδας, να στραφταλίζουνε στο φεγγαρόφωτο οι ασημωτές φολίδες της αδερφής του, της Γοργόνας. Να τους ρωτήσει, με τα μαλλιά ξέπλεκα στα αλμυράτης στήθη, αν ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος και εκείνοι να απαντήσουν πως ζει και βασιλεύει, έστω και αν δεν πρόλαβε να του δροσίσει τα φλογισμένα χείλη του με το αθάνατο νερό, τις δεκατρείς ημέρες της αρρώστιας του στη Βαβυλώνα. Ζει και θα ζει όπου υπάρχουν Έλληνες, όπου υπάρχουν πολίτες των εθνών, έτοιμοι να αφήσουν πίσω το παλιό, να ενωθούν, πάνω από διαφορές κι από ενάντιες κουλτούρες, να υποτάξουνε, ή έστω να κοιμίσουνε τους εσωτερικούς τους δαίμονες και να ονειρευτούνε μια νέα οικουμένη για το γένος των ανθρώπων, όπου το πνεύμα θα νικά την ύλη.

Και τότε, η Γοργόνα γαληνεύει τη θάλασσα, καταλαγιάζει τη φουρτούνα που πνίγει τους απίστους στον βυθό, μερώνει τα κύματα και βγάζει τα καράβια στο λαμπροφορεμένο λιμάνι της πόλης της, στις θαλασσοφίλητες ακτές του Θερμαϊκού, στη Σαλονίκη. Εκεί όπου άνθισε ξανά η Μακεδονία και ο Ελληνισμός και πάνω στους αρχαίους ναούς χτίστηκε η βασιλική του Άη-Δημήτρη του Μυροβλύτη, που το νεκρό του σώμα ανέδιδε μύρο, όπως μοσχοβολούσε και το σώμα του Αλέξανδρου στη Βαβυλώνα.

Και πάνω στα ερείπια του ιερού των Καβείρων, που τους υπηρετούσε ιέρεια η Ολυμπιάδα, ορθώθηκε κυκλική η Ροτόντα, ο ναός του Αη-Γιώργη, που σαν πολεμιστής που ήτανε και αυτός, κάρφωσε με τη λόγχη του τον δράκοντα που φύλαγε τις πηγές κι έσωσε τη βασιλοπούλα, όπως χιλιάδες χρόνια πριν, λευτέρωσε την Ανδρομέδα, από τον βράχο κι απ’ τα σαγόνια του Κράκωνα, ένας άλλος γιος της χρυσαφένιας βροχής του Δία, ο Περσέας. Πέτρα πάνω στην πέτρα, Έλληνας πάνω στον Έλληνα, εκκλησιά πάνω στον βωμό, άγιος πάνω στον ήρωα, χτίζεται το πεπρωμένο της φυλής, σε μια αδιάσπαστη συνέχεια. Κι ας φύτρωσε πλάι στη Ροτόντα ο μιναρές και ας έπεσε η μεγάλη Πόλη που χτίσανε οι Έλληνες λίγο πιο ανατολικά, κοντά στο Ίλιο, όπου είχανε σταθεί οι Μακεδόνες να προσκυνήσουνε τον τάφο του Αχιλλέα, λίγο πριν εξορμήσουν στην Περσία.(...)
Μέσα απ’ τις σκοτεινές γωνιές των μαντείων του μυαλού του ο αρχιερέας του Άμμωνα του μιλούσε τώρα για ένα μικρό κρατος στα βόρεια της Ελλάδας που καπηλεύονταν το όνομα της Μακεδονίας του και το χρυσό αστέρι από τη σαρκοφάγο του πατέρα του. Του έλεγε και γιακατι μεγάλα σιδερένια πουλιά με νύχια από ατσάλι και ανάσα από φωτιά που χτυπιούνται σαν γρύπες και σαν άρπιες πάνω από το Αιγαίο.

Μα ο Αλέξανδρος δεν άκουγε. Οι ναοί της σκέψης του καιγόταν απ’ τον πυρετό, όπως ο ναός της Αρτέμιδος στην Έφεσσο, το βράδυ της γέννησής του.Τόση φωτιά κι όμως ο ίδιος κρύωνε. Ανάμεσα στις θαμπές σιλουέτες των στρατιωτών που διάβαιναν από μπροστά του διέκρινε τρεις γνώριμες φιγούρες που βάδιζαν μαζί. Τον Κλείτο, τον Ηφαιστίωνα και τον Φίλιππο.

Έπλεε πια στον Αχέροντα. Το παράστημα του πατέρα του δεν ήταν πια σκυφτό και τρεκλίζον. Το λαβωμένο μάτι του δεν σκεπαζόταν πια απ’ τον μαύρο επίδεσμο αλλά αστραποβολούσε μαζί με το άλλο, σαν τα δύο αστροπελέκια που σημάδεψαν τον ουρανό τη νύχτα που γεννήθηκε ο γιος του. Το πόδι του δεν κούτσαινε.(...) Κοίταξε τα χέρια του. Από το ένα του φάνηκε πως έσταζε αίμα. Από το άλλο είδε να ακτινοβολεί μία απόκοσμη λάμψη. Στα αυτιά του έφταναν κιόλας οι φωνές του λαού που κατά την τελετή της κηδείας του τον περιέφερεστην πόλη, με τα χέρια έξω απ’ το νεκρικό του φορείο φωνάζοντας «Ο Αλέξανδρος με καθαρά χέρια γεννήθηκε και με καθαρά χέρια πηγαίνει στον άλλο κόσμο».

Κοίταξε το χέρι του με την περίεργη λάμψη, που το είχε τεντώσει πάνω από τη λεκάνη που είχε φέρει ο Αρίστανδρος. Είδε ανάμεσα στα δάχτυλά του να λαμπυρίζει ο ασημένιος βώλος. Τώρα μπορούσε να παραδοθεί στον ύπνο άφοβα. Σαν θα ‘κλειναν τα βλέφαρά του, ο βώλος θα έπεφτε και εκείνος θα ξυπνούσε…’ Χρίστος Χρυσοστόμου Λιάπης



Αναρτήθηκε απο: thivanews.blogspot.gr

Σχόλια